καταστέψαντες

καταστέψαντες
καταστέφω
deck with garlands
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταστέφω — (Α) 1. περιβάλλω ή στολίζω κάποιον ή κάτι με στεφάνι ή με κάτι άλλο που μοιάζει με στεφάνι, στεφανώνω, κοσμώ 2. (ειδ. για θυσίες και ιεροτελεστίες) περιβάλλω, καλύπτω, στολίζω με κάτι («καταστέψαντες βωμόν» αφού καλύψετε, αφού στολίσετε τον βωμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”